παραδοσιακός
Megjelenés
παραδοσιακός (paradosiakós)
Melléknév
παραδοσιακός • (paradosiakós) hn (nőnem παραδοσιακή, seml. παραδοσιακό)
Kapcsolódó kifejezések
- παράδοση nn (parádosi)
- παραδοσιακός - Dictzone (el-hu)
- παραδοσιακός - Lingea (el-hu)
- παραδοσιακός - Triantafyllidis
- παραδοσιακός - Liddell & Scott portal
- παραδοσιακός - DeepL (el-en)
- παραδοσιακός - Google (el-en)
- παραδοσιακός - Яндекс (el-ru)
- παραδοσιακός - Wikidata
- παραδοσιακός - Wikipédia (görög)